υπολειμματικός

υπολειμματικός
-ή, -ό, Ν [υπόλειμμα, υπολείμματος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπολείμματα
2. αυτός που μένει ως υπόλειμμα
3. φρ. «υπολειμματικά όργανα»
βιολ. υποτυπώδη όργανα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”